- ουρολιθικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολιθίαση.2. αυτός που πάσχει από ουρολιθίαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.